απιχθυς

απιχθυς
    ἄπιχθυς
    ἄπ-ιχθυς
    , gen. υος не употребляющий в пищу рыбы Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απιχθυς" в других словарях:

  • άπιχθυς — ἄπιχθυς, υ (AM) [ιχθύς] μσν. το αρσ. ως ουσ. μικρό, ευτελές ψάρι, που δεν τρώγεται αρχ. αυτός που δεν έχει δοκιμάσει ψάρι …   Dictionary of Greek

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»